- εκρύομαι
- ἐκρύομαι (Α)1. σώζω, λυτρώνω2. (με γεν.) σώζω, απαλλάσσω από κάποιο κίνδυνο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκρύσεται — ἐκρύ̱σεται , ἐκρύομαι deliver aor subj mid 3rd sg (epic) ἐκρύ̱σεται , ἐκρύομαι deliver fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρυομένης — ἐκρῡομένης , ἐκρύομαι deliver pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρύεσθαι — ἐκρύ̱εσθαι , ἐκρύομαι deliver pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρύεται — ἐκρύ̱εται , ἐκρύομαι deliver pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρύσει — ἔκρυσις efflux fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐκρύσεϊ , ἔκρυσις efflux fem dat sg (epic) ἔκρυσις efflux fem dat sg (attic ionic) ἐκρύ̱σει , ἐκρύομαι deliver fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκρύσωνται — ἐκρύ̱σωνται , ἐκρύομαι deliver aor subj mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερρυσάμην — ἐξερρῡσάμην , ἐκρύομαι deliver aor ind mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερρύετο — ἐξερρύ̱ετο , ἐκρύομαι deliver imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερρύσαντο — ἐξερρύ̱σαντο , ἐκρύομαι deliver aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξερρύσατο — ἐξερρύ̱σατο , ἐκρύομαι deliver aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)